κομμωτικός

κομμωτικός
-ή, -ό (AM κομμωτικός -ή, -όν) [κομμώ (II)]
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην περιποίηση και στον καλλωπισμό τής κόμης
νεοελλ.
το θηλ. ως ουσ.) η κομμωτική
η τέχνη τού κομμωτή
μσν.-αρχ.
(για ύφος) αυτός που έχει καλλιέπεια («οὐ μεῑον ταῑς ἐννοίαις ἡδύς, ἀλλὰ καὶ τῇ φράσει κομμωτικός», Ευστ.)
αρχ.
το θηλ. ως ουσ. ἡ κομμωτική
η τέχνη τού καλλωπισμού («τὴν γε κομμωτικὴν καὶ τὴν σοφιστικὴν», Πλάτ.).
επίρρ...
κομμωτικῶς (Α)
με καλλωπισμό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • κομμωτικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομμωτικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στην κόμμωση. 2. το θηλ., κομμωτική ως ουσ., σημαίνει την τέχνη του κομμωτή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κομμωτικά — κομμωτικός of neut nom/voc/acc pl κομμωτικά̱ , κομμωτικός of fem nom/voc/acc dual κομμωτικά̱ , κομμωτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομμωτικῶν — κομμωτικός of fem gen pl κομμωτικός of masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομμωτικόν — κομμωτικός of masc acc sg κομμωτικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομμωτικαῖς — κομμωτικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομμωτικοῖς — κομμωτικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομμωτικοῦ — κομμωτικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομμωτικῆς — κομμωτικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κομμωτικῇ — κομμωτικός of fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”