- κομμωτικός
- -ή, -ό (AM κομμωτικός -ή, -όν) [κομμώ (II)]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην περιποίηση και στον καλλωπισμό τής κόμηςνεοελλ.το θηλ. ως ουσ.) η κομμωτικήη τέχνη τού κομμωτήμσν.-αρχ.(για ύφος) αυτός που έχει καλλιέπεια («οὐ μεῑον ταῑς ἐννοίαις ἡδύς, ἀλλὰ καὶ τῇ φράσει κομμωτικός», Ευστ.)αρχ.το θηλ. ως ουσ. ἡ κομμωτικήη τέχνη τού καλλωπισμού («τὴν γε κομμωτικὴν καὶ τὴν σοφιστικὴν», Πλάτ.).επίρρ...κομμωτικῶς (Α)με καλλωπισμό.
Dictionary of Greek. 2013.